- ληρῶ
- ληρέωto be foolishpres subj act 1st sg (attic epic doric)ληρέωto be foolishpres ind act 1st sg (attic epic doric)ληρόςmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ληρώ — (Α ληρῶ, έω) [λήρος (Ι)] είμαι ανόητος, λέγω ή πράττω ανοησίες, κενολογώ, μωρολογώ («εἰκὸς μέντοι σοφὸν ἄνδρα μὴ ληρεῑν», Πλάτ.) αρχ. (για άρρωστο άνθρωπο) παραληρώ, παραμιλώ … Dictionary of Greek
λήρῳ — λή̱ρῳ , λῆρος trash masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληρώ — καταληρῶ, έω (Α) 1. ενοχλώ υπερβολικά κάποιον με τη φλυαρία μου 2. με τη φλυαρία μου ξεχνιέμαι και χάνω κάτι («καταληρεῑν τὴν ἐξωμίδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ληρῶ «φλυαρώ, μωρολογώ»] … Dictionary of Greek
λήρημα — το (Α λήρημα) [ληρώ] ανόητη ομιλία, φλυαρία, μωρολογία, ανοητολογία («εἴτε ληρήματα χρὴ φάναι εἶναι εἴτε φλυαρίας», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
λήρησις — λήρησις, ἡ (Α) [ληρώ] 1. λήρημα 2. φρ. «λήρησις τοῡ γήρατος» παλιμπαιδισμός, ξεμώραμα … Dictionary of Greek
λήρος — (I) ο (Α λῆρος) 1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ οὐδέν», Αριστοτ.) 2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον»,… … Dictionary of Greek
ληρίζω — (Μ) 1. λέγω ανοησίες, φλυαρώ 2. κοροϊδεύω, σκώπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. < θ. ληρ τού ληρῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
ληραίνω — (Α) ληρώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῆρος (Ι), πιθ. αναλογικά προς το ἀφραίνω < «ενεργώ απερίσκεπτα» < ἄφρων] … Dictionary of Greek
ληρεία — ληρεία, ἡ (Α) λήρησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληρῶ, μέσω ενός *ληρεύω] … Dictionary of Greek
παραληρώ — έω, ΝΑ λέω ανοησίες ή ασυναρτησίες, φλυαρώ χωρίς νόημα, παραμιλώ, παραλαλώ νεοελλ. 1. ιατρ. έχω παραλήρημα, πάσχω από παραλήρημα 2. μτφ. κυριεύομαι από φρενίτιδα ενθουσιασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ληρῶ «μιλώ ανόητα, παραμιλώ»] … Dictionary of Greek